πρωτογόνος

πρωτογόνος
-η, -ον, θηλ, και -ος, Α
1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη
ονομασία τής Περσεφόνης
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτογόνος
αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο-γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτόγονος — first born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόγονος — η, ο 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, που υπήρξε από τους πρώτους, ο αρχέγονος: Πρωτόγονοι άνθρωποι. 2. αυτός που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση, ο απολίτιστος: Πρωτόγονα ήθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέδα — Πρωτόγονος λαός, περιορισμένος τώρα στο ανατολικό τμήμα της Σρι Λάνκα μεταξύ της ανατολικής πλευράς του κεντρικού ορεινού όγκου του νησιού και της θάλασσας. Ο αριθμός των Β. δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος, δεδομένου ότι αποφεύγουν κάθε επαφή με… …   Dictionary of Greek

  • Ιγκορότ — Πρωτόγονος λαός των Φιλιππίνων, ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νήσο Λουσόν. Το όνομά τους στη γλώσσα Ταγκαλόγκ σημαίνει ορεσίβιος. Από σωματική άποψη, παρουσιάζουν τον κλασικό ινδονησιακό σωματότυπο, αν και έχουν μέσο ή και χαμηλό ανάστημα.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογόνους — πρωτόγονος first born masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόγονε — πρωτόγονος first born masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόγονοι — πρωτόγονος first born masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”